- πατερνάρω
- και πατουρνάρωναυτ. περιτυλίγω ένα χονδρό σχοινί με άλλο λεπτότερο για να τό ενισχύσω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πατερνάρισμα — και πατουρνάρισμα, το ναυτ. περιτύλιγμα ενός χονδρού σχοινιού με άλλο λεπτότερο με σκοπό την ενίσχυσή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατερνάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα] … Dictionary of Greek
πατουρνάρω — ναυτ. βλ. πατερνάρω … Dictionary of Greek
περιελίσσω — ΝΜΑ τυλίγω κάτι γύρω από κάτι άλλο νεοελλ. 1. ναυτ. περιβάλλω, τυλίγω με λεπτή δετηρία άλλο χοντρότερο σχοινί, κν. πατερνάρω 2. φρ. «περιελισσόμενα φυτά» τα αναρριχώμενα φυτά αρχ. 1. περιστρέφομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάτι 2. κατασκευάζω γύρω … Dictionary of Greek